εκπεραιώ

εκπεραιώ
ἐκπεραιῶ (-όω) (Μ)
περνώ, μεταφέρω κάποιον απέναντι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διεκπεραιώνω — (Α διεκπεραιῶ, όω) [εκπεραιώ] 1. στέλνω στο απέναντι μέρος, στην απέναντι όχθη 2. παθ. διέρχομαι, περνώ απέναντι νεοελλ. 1. φέρω εις πέρας, εκτελώ εντολή, υπηρεσία 2. συσκευάζω σε φακέλους, καταχωρίζω και αποστέλλω έγγραφα ή έντυπα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”